Από την ποιητική συλλογή
του Μυγδάκου Ευθυμίου
Καθηγητή Πανεπιστημίου
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ
(Στο Καλλιφώνι)
Είναι γνωστό σε όλους μας
πως φεύγοντας τα χρόνια
οι αναμνήσεις μας γερνούν
στα παιδικά «σαλόνια».
Εκεί στ’ αλώνια του χωριού
που παίζαμ’ ολη μέρα
κι αντιλαλούσαν οι φωνές
σκίζοντας τον αέρα.
Στη μνήμη μας ξανάρχονται
βαθιά μας χαραγμένα
συμβάντα και περίεργα
από τα περασμένα.
Τα πρώτα και καλύτερα
που έρχονται στο νου μας
είναι χωρίς αντίρρηση
τα χρόνια του σχολειού μας.
Το πέτρινο το κτίριο
στη μέση στο χωριό μας
στολίδι ήταν μοναχό
καμάρι κι όνειρό μας.
Χρόνια πολλά ζητούσαμε
την εποχή εκείνη
να γίνει το σχολείο μας
τη γνώση να μας δίνει.
Κάποτε ήρθε ο καιρός
στα μέσα του σαράντα
και κτίστηκ’ ένα όμορφο
σχολείο μια για πάντα.
Οι δυο τρανές του αίθουσες
με το ψηλό ταβάνι
εντύπωση μας κάνανε
και πρόκληση μεγάλη.
Και η βαριά εξάφυλλη
που βρίσκονταν στη μέση
πρόσφερε τόση ομορφιά
το σύνολο να δέσει.
Οι δύο μαυροπίνακες
στους τοίχους καρφωμένοι
εκπέμπαν καθημερινά
γνώση συμπυκνωμένη.
Πάνω σ’ αυτούς εγράφαμε
με άσπρη κιμωλία
κανόνες της γραμματικής
απλά για ευκολία.
Εδώ και η αριθμητική
έρχονταν στη σειρά της
με πράξεις προσταφαίρεσης
και σύμβολα δικά της.
Ήτανε σαν να λέγαμε
σήμερα με τη μόδα
η σχολική «οθόνη» μας
όπου γραφόταν όλα.
Τα πρώτα- πρώτα γράμματα
κι οι πρώτοι αριθμοί
τραγούδια και ποιήματα
και χρόνοι ιστορικοί.
Τα γράφαμε τα σβήναμε
και πάλι απ’ την αρχή
ώσπου να μπούνε στο μυαλό
να μείνουνε εκεί
Απ’ το πολύ το γράψιμο
ο πίνακας ξεφτούσε
καθώς το μαύρο χρώμα του
άσπρο ξανά γυρνούσε.
Και πάλι τον εβάφαμε
με φούμο και αβγό
και μαύρο τον εκάναμε
έτοιμο στο λεπτό.
Με τη σειρά μας φέρναμε
τ’ αβγό από το σπίτι
για να βαφτεί ο πίνακας
μαζί με το γραφίτη.
Τα μόνα μας εφόδια
ήταν μια μαύρη πλάκα
το «τάμπλετ» το σημερινό
να γράφουμε τα πάντα.
Από τη μια της τη μεριά
είχε γραμμές ευθείες
να γράφουμε τα γράμματα
και τις καλλιγραφίες.
Στην άλλη όψ’ υπήρχανε
πολλά τετραγωνάκια
να γράφουμε τους αριθμούς
καθέναν στα κουτάκια.
Πάνω στην πλάκα μας αυτή
γράφαμε με κοντύλι
τα γράμματα τους αριθμούς
και «άπασα» την ύλη.
Όπως γραφόταν εύκολα
έτσι εσβήναν κιόλας
τα γράμματα κι αριθμοί
πολλάκις πριν της ώρας.
Κι όταν δεν προλαβαίναμε
να τα διαβάσουμ’ όλα
αδιάβαστοι πηγαίναμε
μες την καλή μας ώρα.
Αλίμονο αν έσπαγε
κάποια στιγμή η πλάκα
αγράμματοι θα μέναμε
και μες το μαύρο κλάμα.
Βιβλία και τετράδια
ούτε στο όνειρό μας
δεν βλέπαμε να έχουμε
μες τον πολύ καϋμό μας.
Εκεί στο πέτρινο σχολειό
στα έξι μου και κάτι
ξεκίνησα όλο χαρά
και με πολύ αγάπη.
Να μάθω «πέντε» γράμματα
να γίνω και ‘γω κάτι
μήπως αλλάξω ριζικό
και φύγω από τη λάσπη.
Έτσι μας προετρέπανε
γονείς, παππούδες κι άλλοι
που δούλευαν σαν είλωτες
σκληρά στη βιοπάλη.
Σαν σήμερα μου έρχονται
στο νου οι πρώτες μέρες
εικόνες ανεξίτηλες
βαθιά μου χαραγμένες.
Του δάσκαλού μας η μορφή
του Γιώργου του Παλάντζα
είναι η πρώτη που κρατώ
μες τη ζωή για πάντα.
Μας δέχτηκε καλόκαρδα
από την πρώτη μέρα
με ανοιχτή την αγαλιά
κι αγάπη πέρα ως πέρα.
Δάσκαλος με τα όλα του
με γνώση και σοφία
που ήξερε τι δίδασκε
χωρίς αμφιβολία. .
Ήταν και λίγο αυστηρός
και απαιτούσ’ εν τάχει
να ξέρουμε το μάθημα
απέξω και «νεράκι».
Όταν κάποιος δεν ήξερε
να πει το μάθημά του
εισέπρατε απλόχερα
ξυλιές «για τα καλά του».
Και «ξύλο με τη μηχανή»
που λέγανε και τότε
έπεφτε κάποτε συχνά
κι άλλοτε πότε-πότε.
Έτσι να μην ξεχνιέμαστε
και παίζουμ’ όλη μέρα,
για να διαβάσ’ ο μαθητής
θέλει και τη φοβέρα.
Γι αυτό και τ’ απογεύματα
συχνά «περιπολούσε»
με το ποδήλατάκι του
και μας ελαχταρούσε.
Σαν πρόβαλ’ ανεπάντεχα
και μεις μες το καλό μας
παίζαμε και γελούσαμε,
ουαί κι αλίμονό μας.
Τα πάντα παρατούσαμε
και όπου φύγει-φύγει
γιατί αλλιώς θα είχαμε
πολλή κακιά την τύχη.
Θυμάμαι τόσο έντονα
μια φράση του σοφή
που είπε σ’ έναν άτακτο
γκρινιάρη μαθητή.
«Να το θυμάσαι πάντοτε
αυτό που θα σου πω
όπου βρεθείς κι ότι γενείς
συνέβαλα και ‘γω».
«Εμένα που κατηγορείς
σαν να ‘μαι ο εχθρός σου
σου θέλω μόνο το καλό
να ‘ναι ο σύντροφός σου».
Και η ευχή του έπιασε
κι ο μαθητής αυτός
προόδευσε και έγινε
άξιος στρατιωτικός.
Ο δεύτερος ο δάσκαλος
ήταν ο Κώστας Ντίνος
απ’ τη Ραχούλα ορμώμενος
εξαίρετος και ‘κείνος.
Ήπιος άνθρωπος, σωστός
μας πλούτισε τις γνώσεις
με τη διδασκαλία του
σ’ όλες τις παραδόσεις.
Μας τόνιζε με έμφαση
πως έχει αξία τόση
η προσοχή του μαθητή
αν θέλει να προκόψει.
Και έφερ’ ως παράδειγμα
δικής του εμπειρίας
τις πόλεις που διαπερνά
το τραίνο της Ρωσίας.
«Από τη Μόσχα ξεκινά
περνά από την Όμσκη
και φτάνει κάποτε κοντά
στην όμορφη την Τόμσκη».
«Ιρκούτσκι ειν’ η επόμενη
πόλη που κάνει στοπ
και καταλύγει τελικά
μες το Βλαδιβοστόκ».
«Αυτές τις πόλεις τις κρατώ
βαθειά μες το μυαλό μου
γιατί επρόσεχα πολύ
τον τότε Δασκαλό μου».
Μεγάλη μας προκάλεσε
εντύπωση και δέος
η μνήμη του δασκάλου μας
που δεν ήταν και νέος.
Εμένα με κατάπληξε
το γεγονός αυτό
και οι πόλεις που ανέφερα
μου μείναν στο μυαλό.
Τις αναφέρω πάντοτε
σε κάθε ευκαιρία
στους φοιτητές μου που ζητούν
τη γνώση, τη σοφία.
Θα πρέπει όμως να σταθώ
και λίγο στη Δασκάλα
τη Χρύση την Ελένη μας
να κλείσει η τριάδα.
Ήτανε ένας άνθρωπος
πράος και χριστιανός
καλόκαρδος και πρόθυμος
σε όλα της σωστός.
Μας έμαθε πολλά μαζί
γράμματα και τραγούδια
παιχνίδια κι άλλα χωρατά
παλιά μα και καινούργια.
Το μόνο μειονέκτημα
που είχ’ αυτ’ η κυρία
ήτανε πως εθύμωνε
κι εχτύπα με μανία.
Για να χτυπάει δυνατά
ζητούσε κάθε μέρα
μια βέργα από λυγαριά
για να τα βγάζει πέρα.
Και απαιτούσε από μας
να φέρνουμε τη βέργα
και να τις «τρώμε» για καλά
στα πόδια και στα χέρια.
Με το μεγάλο το σεισμό
που ‘γινε στο χωριό μας
«λαβώθηκε» επικίνδυνα
και τ’ όμορφο σχολειό μας.
Έτσι αναγκαστήκαμε
να βγούμε στην αυλή
το μάθημα να κάνουμε
στον ήλιο, στη βροχή.
Και μία Πέμτη απόγευμα
γύρω στις έξι ώρα
έγινε δεύτερος σεισμός
και κουνηθήκαν όλα.
Την ώρα που σκαλίζαμε
τα όμορφα «κηπάκια»
που φτιάξαμε ομαδικά
και με πολλά μεράκια.
Ήρθε μία τρανή βοή
από της γης τα σπλάχνα
κι αμέσως ο Εγκέλαδος
ετάραξε τα πάντα.
Βλέπαμε το σχολείο μας
συθέμελα να τρέμει
πασχίζοντας να κρατηθεί
στα πόδια του μην πέσει.
Ο τρόμος μας κυρίεψε
μαζί και πανικός
και ήρθε πάλι στο μυαλό
ο πρώτος ο σεισμός.
Τα έξι Ρίχτερ πέρασαν
τα πάντα ηρεμήσαν
μα οι παιδικές μας οι καρδιές
ματα-ξανά ραγίσαν.
Μέρες πολλές μιλούσαμε
γι’ αυτό το γεγονός
ώσπου να το ξεχάσουμε
επέρασε καιρός.
Κάποτε μας εφέρανε
και δυο τρανές σκηνές
να στεγαστούμε πρόχειρα
για μέρες αρκετές.
Με συναισθήματα μικτά
του πρόσφυγα και του Ρομά
κάναμε τα μαθήματα
με όρεξη καμιά.
Η τέντα μας εβάραινε
καρδιά, ψυχή και σώμα
και χάναμε το κέφι μας
ώσπου να ‘ρθεί το γιόμασ. .
Ήτανε και χειρότερα
τις βροχερές τις μέρες
όταν σκοτείνιαζε παντού
και κάτω από τις τέντες.
Μήνες πολλούς περάσαμε
κάτω απ’ τις σκηνές
με ζέστη και προβλήματα
και μέρες ζοφερές.
Και ήρθε το Φθινόπωρο
μια μέρα χαρωπή
που στο σχολειό μας μπήκαμε
και πάλι θαρρετοί.
Κι αφήσαμε παράμερα
σεισμούς και τα λοιπά
και τη σειρά μας βρήκαμε
με όνειρα πολλά.
Στα χρόνια τα κατοπινά
και δεύτερο σχολείο
φτιάχτηκε δίπλα στο παλιό
πανέμορφο κι εκείνο.
Και χάρηκαν οι μαθητές
και όλοι στο χωριό μας
για την εξέλιξη αυτή
που ήταν τ’ ονειρό μας.
Μεγάλη ήταν η χαρά
και των τριών Δασκάλων
που νιώσαν ανακούφηση
πολλή το δίχως άλλον.
Απ΄το καλό μας το σχολειό
περάσανε και άλλοι
Δάσκαλοι με καλά μυαλά
και θέληση μεγάλη.
Να βοηθήσουν τα παιδιά
τα γράμματα να μάθουν
ν’ ανοίξουνε τα μάτια τους
να πάνε να σπουδάσουν.
Απ’ τους Δασκάλους μας αυτούς
πήραμε πέντε γνώσεις
ανάγνωσης, γραμματικής
και μουσικής σε δόσεις.
Εμάθαμε κι άλλα πολλά
καθώς κι αριθμητική
τ’ αστέρια να μετράμε
τα βράδια στην αυλή.
Όταν για ύπνο πέφταμε
στην ψάθα στην αυλή
κοιτάζοντας τον ουρανό
μες τη βαθιά σιωπή.
Οι λίγες γνώσεις μας αυτές
ήταν οι πρώτες βάσεις
να μπούμε στο Γυμνάσιο
δίνοντας εξετάσεις.
΄Ετσι τα καταφέραμε
πολλοί τα χρόνια εκείνα
να ανεβούμε πιο ψηλά
μέσα στην κοινωνία.
Να μορφωθούμε πιο πολύ
και ‘μεις και τα παιδιά μας
και χρήσιμοι να γίνουμε
μέχρι τα γηρατειά μας.
Κάποιοι σπουδάσαν Δάσκαλοι
και κάποιοι Νομικοί
Καθηγητές διάφοροι
κι Ακαδημαϊκοί.
Κι άλλοι πολλοί προκόψανε
χωρίς αμφιβολία
χάρις στις γνώσεις του σχολειού
τα χρόνια τότε εκείνα. .
Ευχαριστούμ’ από καρδιάς
όλους μας τους Δασκάλους
που αγωνίστηκαν σκληρά
για να μας ‘δουν μεγάλους. .
Οκτώβριος 2011
Μυγδάκος Ευθύμιος
Καθηγητής Πανεπιστημίου
του Μυγδάκου Ευθυμίου
Καθηγητή Πανεπιστημίου
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ
(Στο Καλλιφώνι)
Είναι γνωστό σε όλους μας
πως φεύγοντας τα χρόνια
οι αναμνήσεις μας γερνούν
στα παιδικά «σαλόνια».
Εκεί στ’ αλώνια του χωριού
που παίζαμ’ ολη μέρα
κι αντιλαλούσαν οι φωνές
σκίζοντας τον αέρα.
Στη μνήμη μας ξανάρχονται
βαθιά μας χαραγμένα
συμβάντα και περίεργα
από τα περασμένα.
Τα πρώτα και καλύτερα
που έρχονται στο νου μας
είναι χωρίς αντίρρηση
τα χρόνια του σχολειού μας.
Το πέτρινο το κτίριο
στη μέση στο χωριό μας
στολίδι ήταν μοναχό
καμάρι κι όνειρό μας.
Χρόνια πολλά ζητούσαμε
την εποχή εκείνη
να γίνει το σχολείο μας
τη γνώση να μας δίνει.
Κάποτε ήρθε ο καιρός
στα μέσα του σαράντα
και κτίστηκ’ ένα όμορφο
σχολείο μια για πάντα.
Οι δυο τρανές του αίθουσες
με το ψηλό ταβάνι
εντύπωση μας κάνανε
και πρόκληση μεγάλη.
Και η βαριά εξάφυλλη
που βρίσκονταν στη μέση
πρόσφερε τόση ομορφιά
το σύνολο να δέσει.
Οι δύο μαυροπίνακες
στους τοίχους καρφωμένοι
εκπέμπαν καθημερινά
γνώση συμπυκνωμένη.
Πάνω σ’ αυτούς εγράφαμε
με άσπρη κιμωλία
κανόνες της γραμματικής
απλά για ευκολία.
Εδώ και η αριθμητική
έρχονταν στη σειρά της
με πράξεις προσταφαίρεσης
και σύμβολα δικά της.
Ήτανε σαν να λέγαμε
σήμερα με τη μόδα
η σχολική «οθόνη» μας
όπου γραφόταν όλα.
Τα πρώτα- πρώτα γράμματα
κι οι πρώτοι αριθμοί
τραγούδια και ποιήματα
και χρόνοι ιστορικοί.
Τα γράφαμε τα σβήναμε
και πάλι απ’ την αρχή
ώσπου να μπούνε στο μυαλό
να μείνουνε εκεί
Απ’ το πολύ το γράψιμο
ο πίνακας ξεφτούσε
καθώς το μαύρο χρώμα του
άσπρο ξανά γυρνούσε.
Και πάλι τον εβάφαμε
με φούμο και αβγό
και μαύρο τον εκάναμε
έτοιμο στο λεπτό.
Με τη σειρά μας φέρναμε
τ’ αβγό από το σπίτι
για να βαφτεί ο πίνακας
μαζί με το γραφίτη.
Τα μόνα μας εφόδια
ήταν μια μαύρη πλάκα
το «τάμπλετ» το σημερινό
να γράφουμε τα πάντα.
Από τη μια της τη μεριά
είχε γραμμές ευθείες
να γράφουμε τα γράμματα
και τις καλλιγραφίες.
Στην άλλη όψ’ υπήρχανε
πολλά τετραγωνάκια
να γράφουμε τους αριθμούς
καθέναν στα κουτάκια.
Πάνω στην πλάκα μας αυτή
γράφαμε με κοντύλι
τα γράμματα τους αριθμούς
και «άπασα» την ύλη.
Όπως γραφόταν εύκολα
έτσι εσβήναν κιόλας
τα γράμματα κι αριθμοί
πολλάκις πριν της ώρας.
Κι όταν δεν προλαβαίναμε
να τα διαβάσουμ’ όλα
αδιάβαστοι πηγαίναμε
μες την καλή μας ώρα.
Αλίμονο αν έσπαγε
κάποια στιγμή η πλάκα
αγράμματοι θα μέναμε
και μες το μαύρο κλάμα.
Βιβλία και τετράδια
ούτε στο όνειρό μας
δεν βλέπαμε να έχουμε
μες τον πολύ καϋμό μας.
Εκεί στο πέτρινο σχολειό
στα έξι μου και κάτι
ξεκίνησα όλο χαρά
και με πολύ αγάπη.
Να μάθω «πέντε» γράμματα
να γίνω και ‘γω κάτι
μήπως αλλάξω ριζικό
και φύγω από τη λάσπη.
Έτσι μας προετρέπανε
γονείς, παππούδες κι άλλοι
που δούλευαν σαν είλωτες
σκληρά στη βιοπάλη.
Σαν σήμερα μου έρχονται
στο νου οι πρώτες μέρες
εικόνες ανεξίτηλες
βαθιά μου χαραγμένες.
Του δάσκαλού μας η μορφή
του Γιώργου του Παλάντζα
είναι η πρώτη που κρατώ
μες τη ζωή για πάντα.
Μας δέχτηκε καλόκαρδα
από την πρώτη μέρα
με ανοιχτή την αγαλιά
κι αγάπη πέρα ως πέρα.
Δάσκαλος με τα όλα του
με γνώση και σοφία
που ήξερε τι δίδασκε
χωρίς αμφιβολία. .
Ήταν και λίγο αυστηρός
και απαιτούσ’ εν τάχει
να ξέρουμε το μάθημα
απέξω και «νεράκι».
Όταν κάποιος δεν ήξερε
να πει το μάθημά του
εισέπρατε απλόχερα
ξυλιές «για τα καλά του».
Και «ξύλο με τη μηχανή»
που λέγανε και τότε
έπεφτε κάποτε συχνά
κι άλλοτε πότε-πότε.
Έτσι να μην ξεχνιέμαστε
και παίζουμ’ όλη μέρα,
για να διαβάσ’ ο μαθητής
θέλει και τη φοβέρα.
Γι αυτό και τ’ απογεύματα
συχνά «περιπολούσε»
με το ποδήλατάκι του
και μας ελαχταρούσε.
Σαν πρόβαλ’ ανεπάντεχα
και μεις μες το καλό μας
παίζαμε και γελούσαμε,
ουαί κι αλίμονό μας.
Τα πάντα παρατούσαμε
και όπου φύγει-φύγει
γιατί αλλιώς θα είχαμε
πολλή κακιά την τύχη.
Θυμάμαι τόσο έντονα
μια φράση του σοφή
που είπε σ’ έναν άτακτο
γκρινιάρη μαθητή.
«Να το θυμάσαι πάντοτε
αυτό που θα σου πω
όπου βρεθείς κι ότι γενείς
συνέβαλα και ‘γω».
«Εμένα που κατηγορείς
σαν να ‘μαι ο εχθρός σου
σου θέλω μόνο το καλό
να ‘ναι ο σύντροφός σου».
Και η ευχή του έπιασε
κι ο μαθητής αυτός
προόδευσε και έγινε
άξιος στρατιωτικός.
Ο δεύτερος ο δάσκαλος
ήταν ο Κώστας Ντίνος
απ’ τη Ραχούλα ορμώμενος
εξαίρετος και ‘κείνος.
Ήπιος άνθρωπος, σωστός
μας πλούτισε τις γνώσεις
με τη διδασκαλία του
σ’ όλες τις παραδόσεις.
Μας τόνιζε με έμφαση
πως έχει αξία τόση
η προσοχή του μαθητή
αν θέλει να προκόψει.
Και έφερ’ ως παράδειγμα
δικής του εμπειρίας
τις πόλεις που διαπερνά
το τραίνο της Ρωσίας.
«Από τη Μόσχα ξεκινά
περνά από την Όμσκη
και φτάνει κάποτε κοντά
στην όμορφη την Τόμσκη».
«Ιρκούτσκι ειν’ η επόμενη
πόλη που κάνει στοπ
και καταλύγει τελικά
μες το Βλαδιβοστόκ».
«Αυτές τις πόλεις τις κρατώ
βαθειά μες το μυαλό μου
γιατί επρόσεχα πολύ
τον τότε Δασκαλό μου».
Μεγάλη μας προκάλεσε
εντύπωση και δέος
η μνήμη του δασκάλου μας
που δεν ήταν και νέος.
Εμένα με κατάπληξε
το γεγονός αυτό
και οι πόλεις που ανέφερα
μου μείναν στο μυαλό.
Τις αναφέρω πάντοτε
σε κάθε ευκαιρία
στους φοιτητές μου που ζητούν
τη γνώση, τη σοφία.
Θα πρέπει όμως να σταθώ
και λίγο στη Δασκάλα
τη Χρύση την Ελένη μας
να κλείσει η τριάδα.
Ήτανε ένας άνθρωπος
πράος και χριστιανός
καλόκαρδος και πρόθυμος
σε όλα της σωστός.
Μας έμαθε πολλά μαζί
γράμματα και τραγούδια
παιχνίδια κι άλλα χωρατά
παλιά μα και καινούργια.
Το μόνο μειονέκτημα
που είχ’ αυτ’ η κυρία
ήτανε πως εθύμωνε
κι εχτύπα με μανία.
Για να χτυπάει δυνατά
ζητούσε κάθε μέρα
μια βέργα από λυγαριά
για να τα βγάζει πέρα.
Και απαιτούσε από μας
να φέρνουμε τη βέργα
και να τις «τρώμε» για καλά
στα πόδια και στα χέρια.
Με το μεγάλο το σεισμό
που ‘γινε στο χωριό μας
«λαβώθηκε» επικίνδυνα
και τ’ όμορφο σχολειό μας.
Έτσι αναγκαστήκαμε
να βγούμε στην αυλή
το μάθημα να κάνουμε
στον ήλιο, στη βροχή.
Και μία Πέμτη απόγευμα
γύρω στις έξι ώρα
έγινε δεύτερος σεισμός
και κουνηθήκαν όλα.
Την ώρα που σκαλίζαμε
τα όμορφα «κηπάκια»
που φτιάξαμε ομαδικά
και με πολλά μεράκια.
Ήρθε μία τρανή βοή
από της γης τα σπλάχνα
κι αμέσως ο Εγκέλαδος
ετάραξε τα πάντα.
Βλέπαμε το σχολείο μας
συθέμελα να τρέμει
πασχίζοντας να κρατηθεί
στα πόδια του μην πέσει.
Ο τρόμος μας κυρίεψε
μαζί και πανικός
και ήρθε πάλι στο μυαλό
ο πρώτος ο σεισμός.
Τα έξι Ρίχτερ πέρασαν
τα πάντα ηρεμήσαν
μα οι παιδικές μας οι καρδιές
ματα-ξανά ραγίσαν.
Μέρες πολλές μιλούσαμε
γι’ αυτό το γεγονός
ώσπου να το ξεχάσουμε
επέρασε καιρός.
Κάποτε μας εφέρανε
και δυο τρανές σκηνές
να στεγαστούμε πρόχειρα
για μέρες αρκετές.
Με συναισθήματα μικτά
του πρόσφυγα και του Ρομά
κάναμε τα μαθήματα
με όρεξη καμιά.
Η τέντα μας εβάραινε
καρδιά, ψυχή και σώμα
και χάναμε το κέφι μας
ώσπου να ‘ρθεί το γιόμασ. .
Ήτανε και χειρότερα
τις βροχερές τις μέρες
όταν σκοτείνιαζε παντού
και κάτω από τις τέντες.
Μήνες πολλούς περάσαμε
κάτω απ’ τις σκηνές
με ζέστη και προβλήματα
και μέρες ζοφερές.
Και ήρθε το Φθινόπωρο
μια μέρα χαρωπή
που στο σχολειό μας μπήκαμε
και πάλι θαρρετοί.
Κι αφήσαμε παράμερα
σεισμούς και τα λοιπά
και τη σειρά μας βρήκαμε
με όνειρα πολλά.
Στα χρόνια τα κατοπινά
και δεύτερο σχολείο
φτιάχτηκε δίπλα στο παλιό
πανέμορφο κι εκείνο.
Και χάρηκαν οι μαθητές
και όλοι στο χωριό μας
για την εξέλιξη αυτή
που ήταν τ’ ονειρό μας.
Μεγάλη ήταν η χαρά
και των τριών Δασκάλων
που νιώσαν ανακούφηση
πολλή το δίχως άλλον.
Απ΄το καλό μας το σχολειό
περάσανε και άλλοι
Δάσκαλοι με καλά μυαλά
και θέληση μεγάλη.
Να βοηθήσουν τα παιδιά
τα γράμματα να μάθουν
ν’ ανοίξουνε τα μάτια τους
να πάνε να σπουδάσουν.
Απ’ τους Δασκάλους μας αυτούς
πήραμε πέντε γνώσεις
ανάγνωσης, γραμματικής
και μουσικής σε δόσεις.
Εμάθαμε κι άλλα πολλά
καθώς κι αριθμητική
τ’ αστέρια να μετράμε
τα βράδια στην αυλή.
Όταν για ύπνο πέφταμε
στην ψάθα στην αυλή
κοιτάζοντας τον ουρανό
μες τη βαθιά σιωπή.
Οι λίγες γνώσεις μας αυτές
ήταν οι πρώτες βάσεις
να μπούμε στο Γυμνάσιο
δίνοντας εξετάσεις.
΄Ετσι τα καταφέραμε
πολλοί τα χρόνια εκείνα
να ανεβούμε πιο ψηλά
μέσα στην κοινωνία.
Να μορφωθούμε πιο πολύ
και ‘μεις και τα παιδιά μας
και χρήσιμοι να γίνουμε
μέχρι τα γηρατειά μας.
Κάποιοι σπουδάσαν Δάσκαλοι
και κάποιοι Νομικοί
Καθηγητές διάφοροι
κι Ακαδημαϊκοί.
Κι άλλοι πολλοί προκόψανε
χωρίς αμφιβολία
χάρις στις γνώσεις του σχολειού
τα χρόνια τότε εκείνα. .
Ευχαριστούμ’ από καρδιάς
όλους μας τους Δασκάλους
που αγωνίστηκαν σκληρά
για να μας ‘δουν μεγάλους. .
Οκτώβριος 2011
Μυγδάκος Ευθύμιος
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου